αντικομματικός

αντικομματικός
-ή, -ό
1. (πρόσωπο) που σκέπτεται ή ενεργεί εναντίον του κόμματός του
2. ο εναντίον των κομμάτων ή του κομματισμού
3. (ενέργεια) που ζημιώνει το κόμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι-* + κομματικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Δ. Ι. Ποιμενίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”